ξαμπελώνω

ξαμπελώνω
μετ. выкорчёвывать виноградные лозы, распахивать виноградник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξαμπελώνω" в других словарях:

  • ξαμπελώνω — ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων, μεταβάλλω αμπελώνα σε αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αμπέλι] …   Dictionary of Greek

  • ξαμπελίζω* — ξαμπελώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ξαμπελώνω*] …   Dictionary of Greek

  • ξαμπέλωμα — το [ξαμπελώνω] η εκχέρσωση αμπελιού, το ξερίζωμα τών κλημάτων και η μετατροπή του σε αγρό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»